Λύμακες

Λύμακες
Λύμαξ
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταλυμακούμαι — καταλυμακοῡμαι, όομαι (Α) καταχώνομαι με λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυμακοῦμαι (< λῦμα «βράχος, πέτρα», πρβλ. πληθ. λύμακες κατά τα βώλακες, λίθακες), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • λύμαξ — Ονομασία ποταμού της Φιγαλίας κατά την αρχαιότητα, που εξέβαλλε στον Νέδα. Στο σημείο αυτό υπήρχαν θερμά νερά και το ιερό της θεάς Ευρυνόμης, που ήταν μισή γυναίκα και μισή ψάρι. Η παράδοση αναφέρει ότι η Ρέα με τις νύμφες είχαν πλύνει τον Δία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”